κυνηγάτο

κυνηγάτο
κυνηγᾱτο, τὸ (Μ)
ομάδα που συνοδεύει στο κυνήγι, κυνηγετική συνοδεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνήγι + κατάλ. -ᾶτο (πρβλ. καπεταν-άτο, κομιτ-άτο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”